Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτυχών -ούσα -όν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτυχών -ούσα -όν [epitixón] Ε12α : (λόγ.) που έχει επιτύχει. ANT αποτυχών: Ένας ~ υποψήφιος. || (ως ουσ.) ο επιτυχών, θηλ. επιτυχούσα, αυτός που έχει επιτύχει: Οι επιτυχόντες στις εξετάσεις. Kατάλογος επιτυχόντων.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτυχών μτχ. αορ. του ρ. ἐπιτυγχάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες