Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτυχαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επιτυχαίνω· πετυχαίνω· πιτυχαίνω· αόρ. επέτυχα· υποτ. αορ. επετύχω· επιτύχω.
  • 1) Βρίσκω κ. τυχαία ή ζητώντας το:
    • τις να εύρει την καλήν, τις να την επιτύχει (Σπαν. O 302
    • καιρόν γλυκύν επέτυχαν και ημέρας ανωδύνας (Λίβ. Esc. 313).
  • 2)
    • α) Κατορθώνω:
      • (Λίβ. P 839
      • ολίγοι … επέτυχον την πράξιν (Σπαν. B 329
    • β) (με υποκ. τη λ. γη) παράγω:
      • η γη, οπού δουλεύεται …, επιτυχαίνει καλά τα γεννήματα (Αγαπ., Γεωπον. 142).
  • 3) Αποκτώ:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 822).
  • 4) (Αμτβ.) σημειώνω επιτυχία, ευδοκιμώ:
    • ήτον από Θεού να επιτυχαίνει πάντα (Χρον. Τόκκων 3099· Κομν., Διδασκ. Δ 343).

[<αόρ. του αρχ. επιτυγχάνω. Ο τ. πετυχαίνω και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες