Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτυχής -ής -ές [epitixís] Ε10 : (για ανθρώπινη ενέργεια) πετυχημένος. ANT ανεπιτυχής. α. που έχει επιτύχει κάποιο σκοπό, στόχο κτλ.: Mία ~ δοκιμή / παράσταση. Επιτυχές πείραμα. β. που είναι σωστός ή καίριος: Mία ~ παρατήρηση / απάντηση / βολή.
επιτυχώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπιτυχής, ἐπιτυχῶς]