Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτυγχάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτυγχάνω [epitiŋxáno] -ομαι Ρ αόρ. επέτυχα, απαρέμφ. επιτύχει, παθ. αόρ. επιτεύχθηκα, απαρέμφ. επιτευχθεί, μππ. επιτυχημένος* : (λόγ.) πετυχαίνω1.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτυγχάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες