Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτρεπτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτρεπτός -ή -ό [epitreptós] Ε1 : που επιτρέπεται. ANT ανεπίτρεπτος: Ρύπανση του περιβάλλοντος σε επιτρεπτά επίπεδα. Ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια ταχύτητας και τον σταμάτησε η τροχαία.

[λόγ. επιτρέπ(ω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες