Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτραχήλιο το [epitraxílio] Ο40 : (εκκλ.) το πετραχήλι: Tο ~ είναι διακριτικό των πρεσβυτέρων, το φορούν όμως και οι επίσκοποι.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτραχήλιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτραχήλιον το· πετραχήλι(ν).
-
- α) (Εκκλ.) ιερό άμφιο, πετραχήλι:
- επιτραχήλιον χρυσούν (Δούκ. 3933)·
- στόλες των ιερέων, ήγουν πετραχήλια, φαιλόνια, στιχάρια (Ασσίζ. 4330)·
- β) (προκ. για περιδέραιο):
- έβαλεν πετραχήλι το μαλαματένιο ιπί τον τράχηλό του (Πεντ. Γέν. XLI 42).
[<πρόθ. επί + ουσ. τράχηλος· κατά Θαβώρη 1969: 37, 78 ουδ. του επιθ. επιτραχήλιος (Σούδα, LBG) ως ουσ. Ο τ. (‑ι) στο Du Cange (‑η) και σήμ. Η λ. τον 4. αι.]
- α) (Εκκλ.) ιερό άμφιο, πετραχήλι: