Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτραπέζιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επιτραπέζιος ο.
  • Τραπεζοκόμος (βασιλιά):
    • (Σφρ., Χρον. 1215).

[<ουσ. επιτραπέζης με λόγ. σχηματ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτραπέζιος -α -ο [epitrapézios] Ε6 : που είναι κατάλληλος για να τοποθετείται και να χρησιμοποιείται επάνω σε τραπέζι: Επιτραπέζιο ρολόι / ημερολόγιο. Επιτραπέζιο παιχνίδι και ως ουσ. το επιτραπέζιο. || ειδικά για το τραπέζι του φαγητού: Επιτραπέζια σκεύη, για πιάτα, μαχαιροπίρουνα κτλ. Επιτραπέζια ποτά, που πίνονται κατά την ώρα του φαγητού. ~ οίνος, που προορίζεται για άμεση κατανάλωση. Επιτραπέζια σταφύλια, που είναι κατάλληλα μάλλον για φάγωμα παρά για οινοποίηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτραπέζιος `πάνω σε τραπέζι΄ & σημδ. γαλλ. de table]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες