Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτιμώ.
-
- α) Επιβάλλω ποινή:
- (Ασσίζ. 3569)·
- φρ. επιτιμώ απέ το κορμί κάπ., εις τον εαυτόν κάπ. = επιβάλλω σωματική ποινή:
- (Ασσίζ. 2012, 37412)·
- β) επιπλήττω, μέμφομαι κάπ.:
- (Ψευδο-Σφρ. 47810).
[αρχ. επιτιμάω. Η λ. και σήμ.]
- α) Επιβάλλω ποινή: