Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτιμίζω.
-
- Επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, επιτίμιο:
- τον άνδραν οπού υπάγει εις αλλουνού γυναίκα τον επιτιμίζει η αγία του Θεού εκκλησία (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 378v).
[<αόρ. του επιτιμώ. Η λ. τον 11. αι. (LBG)]
- Επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, επιτίμιο: