Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτηρώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτηρώ [epitiró] -ούμαι Ρ10.9 : παρακολουθώ με προσοχή, προσέχω τι κάνει κάποιος και ιδίως αν κάνει κτ. παράνομο ή γενικά ανεπιθύμητο: Έκανε υπουργούς τους υποψήφιους συνωμότες, για να τους έχει κοντά του και να τους επιτηρεί. ~ ένα χώρο / μια περιοχή, προσέχω μήπως γίνεται εκεί κτ. παράνομο ή ανεπιθύμητο. Επιτηρούμενη ζώνη, περιοχή, ιδίως κοντά στα σύνορα μιας χώρας, όπου ισχύουν ειδικά μέτρα ασφάλειας. || (επέκτ.) επιβλέπω.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτηρῶ `επιβλέπω΄, αρχ. σημ.: `παρατηρώ προσεχτικά΄ & σημδ. γαλλ. surveiller]

[Λεξικό Κριαρά]
επιτηρώ.
  • 1) Παρατηρώ:
    • (Καλλίμ. 1821).
  • 2) Παραμονεύω, καιροφυλακτώ:
    • (Διγ. Gr. 2799).
  • 3) Προσέχω, προστατεύω:
    • Νεύσον εις την καρδίαν τους να μας επιτηρούσιν (Ιστ. Βλαχ. 2579· 1371).

[αρχ. επιτηρέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες