Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτηδευμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτηδευμένος -η -ο [epitiδevménos] Ε3 μππ. του επιτηδεύομαι : (για ανθρώπινη ενέργεια, συμπεριφορά κτλ.) ANT ανεπιτήδευτος. α. υπερβολικά προσεγμένος: Επιτηδευμένο γράψιμο / ντύσιμο. Επιτηδευμένη κομψότητα. β. προσποιητός, όχι γνήσιος: Επιτηδευμένη συμπεριφορά. Επιτηδευμένο χαμόγελο. Επιτηδευμένη ευγένεια, πλαστή. Επιτηδευμένοι τρόποι. επιτηδευμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτετηδευμένος μππ. του ἐπιτηδεύομαι `εξασκημένος με τέχνη και όχι από φυσικού΄ με παράλειψη του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες