Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτελώ [epiteló] -ούμαι Ρ10.10 : (λόγ.) εκτελώ, πραγματοποιώ κτ.: Επιτελεί καθήκον ύψιστης σημασίας. Έχει επιτελέσει σημαντικό έργο. Tο επιτελούμενο έργο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτελῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτελώ· ’πιτελώ.
-
- (Αμτβ.) πληρώνω φόρο:
- να ’πιτελούμεν πάντοτε (Διακρούσ. 9212).
[αρχ. επιτελέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Αμτβ.) πληρώνω φόρο: