Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτελικός -ή -ό [epitelikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με στρατιωτικό επιτελείο: Επιτελική υπηρεσία. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο κτλ. επιτελικό γραφείο. ~ αξιωματικός, που είναι ειδικά εκπαιδευμένος για εργασίες επιτελείου. ~ χάρτης, τοπογραφικός χάρτης ειδικός για τις ανάγκες ενός επιτελείου. 2. (μτφ.) α. που έχει σχέση με την εργασία των ανώτατων στελεχών (διεύθυνση, σχεδιασμός, οργάνωση) μιας οργάνωσης, οικονομικής επιχείρησης κτλ.: Επιτελικό σχέδιο. β. (για πρόσ.) που διαθέτει τις σχετικές ικανότητες: ~ νους / παίκτης.
[λόγ. επιτελ(ής) -ικός]