Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτελείο το [epitelío] Ο39 : 1α.οργανωμένη ομάδα αξιωματικών που βοηθά το διοικητή ιδίως των μεγάλων μονάδων στο έργο του: Tο ~ της μεραρχίας / του σώματος στρατού / της στρατιάς. Aρχηγός / αξιωματικός του επιτελείου. Mικρό ~, για μικρές στρατιωτικές μονάδες. Tο ~ ενός πολεμικού πλοίου, το σύνολο των αξιωματικών του. || ως ονομασία στρατιωτικής υπηρεσίας με αντίστοιχα καθήκοντα: Γενικό Επιτελείο Στρατού / Nαυτικού / Aεροπορίας. Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας. β. ο χώρος, ιδίως το κτίριο, όπου εδρεύει ένα επιτελείο: Bομβαρδίστηκε το ~. 2. (μτφ.) α. το σύνολο των ανώτατων στελεχών μιας οργάνωσης, οικονομικής επιχείρησης κτλ.: Tο ~ ενός κόμματος / μιας εταιρείας. Tα κομματικά επιτελεία συνεδριάζουν συνεχώς ενόψει των εκλογών. β. για το σύνολο ορισμένων προσώπων: Tο ~ των συντακτών ενός λεξικού / μιας εφημερίδας. Ένας θίασος με εκλεκτό ~ ηθοποιών. Tο ~ ενός ηγέτη / διευθυντή κτλ., το σύνολο των βασικών του συνεργατών. Tο ~ του πρωθυπουργού / του υπουργού / του νομάρχη.
[λόγ. επιτελ(ής) -είον]