Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιταχυντής ο [epitaxindís] Ο7 : 1.(φυσ.) συσκευή που προσδίδει ενέργεια σε σωματίδια ή σε φορτισμένα άτομα: Επιταχυντές σωματιδίων. 2. (χημ.) ουσία που αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης.
[λόγ. επιταχύν(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. accélérateur]