Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτακτικός -ή -ό [epitaktikós] Ε1 : 1.(για ενέργεια ή συμπεριφορά) που είναι απόλυτα υποχρεωτικός ή αναγκαίος: Επιτακτικό καθήκον. Είναι επιτακτική ανάγκη / υποχρέωση να γίνει κτ., πρέπει οπωσδήποτε να γίνει. 2. που ενέχει προσταγή, διαταγή, που φαίνεται ότι επιτάσσει, διατάζει: Είναι ~ ο τόνος της φωνής κάποιου.
επιτακτικά ΕΠIΡΡ: Προβάλλει ~ η ανάγκη να γίνουν διαπραγματεύσεις. Mιλάει πολύ ~. [λόγ. < αρχ. ἐπιτακτικός `που διατάζει΄ σημδ. γαλλ. impératif]