Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτίμιο το [epitímio] Ο40 : (εκκλ.) α. καθήκον, απαγόρευση κτλ. που επιβάλλει ο πνευματικός στον πιστό, ιδίως κατά την εξομολόγηση, ως ποινή για τις αμαρτίες του: Tου έβαλε / του όρισε βαρύ ~. β. αφορισμός που δεν αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο: Tα φοβερά λόγια του επιτιμίου.
[λόγ. < μσν. επιτίμιον (στη νέα σημ.) < αρχ. τά ἐπιτίμια (πληθ.) `κυρώσεις΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτίμιο(ν) το· ’πιτίμιο(ν).
-
- 1) Αντίτιμο, πληρωμή, αντάλλαγμα:
- (Ψευδο-Σφρ. 54218).
- 2)
- α) Τιμωρία:
- (Πικατ. 386)·
- β) (νομ.) τιμωρία, ποινή χρηματική ή σωματική:
- (Ασσίζ. 3672)·
- φρ.
- (1) κρίνω ή λαμβάνω κάπ. εις επιτίμιον = επιδικάζω κάπ. ποινή σε κάπ.:
- (Ασσίζ. 4525, 12223)·
- (2) είμαι, πέφτω εις επιτίμιον = καταδικάζομαι σε κάπ. ποινή, τιμωρούμαι:
- (Ασσίζ. 19821, 32117)·
- (1) κρίνω ή λαμβάνω κάπ. εις επιτίμιον = επιδικάζω κάπ. ποινή σε κάπ.:
- γ) εκκλησιαστική ποινή:
- (Μάρκ., Βουλκ. 3394)·
- κανών δριμύς και επιτίμιον βαρύ (Δούκ. 32313).
- α) Τιμωρία:
- 3) (Πληθ.) παθήματα, δυστυχίες:
- Πόλη, μα τα ’πιτίμια σου και μα την συμφοράν σου (Θρ. Κων/π. διάλ. 131).
[αρχ. ουσ. επιτίμιον. Ο τ. στο Du Cange (‑ον) και ο πληθ. ’πιτίμια και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Αντίτιμο, πληρωμή, αντάλλαγμα: