Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτίμηση η [epitímisi] Ο33 : (λόγ.) έντονη επίκριση. || (εκκλ.) ποινή που επιβάλλεται σε κληρικούς από εκκλησιαστικό δικαστήριο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτίμη(σις) -ση]