Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτίμηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτίμηση η [epitímisi] Ο33 : (λόγ.) έντονη επίκριση. || (εκκλ.) ποινή που επιβάλλεται σε κληρικούς από εκκλησιαστικό δικαστήριο.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτίμη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες