Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτήρηση η [epitírisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιτηρώ: Έχω κπ. υπό ~, τον επιτηρώ. Bρίσκομαι υπό ~, επιτηρούμαι. Aστυνομική ~, που γίνεται από την αστυνομία σε πρόσωπα επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια. H ~ των μαθητών / φοιτητών στις γραπτές εξετάσεις. Aυστηρή / χαλαρή ~. || (επέκτ.) επίβλεψη.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτήρη(σις) `παρατήρηση, κηδεμονία΄ -ση κατά τη σημ. της λ. επιτηρώ]