Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτήδευμα το [epitíδevma] Ο49 : (λόγ.) επάγγελμα. || (νομ.) το ελεύθερο επάγγελμα: Άσκηση / φόρος επιτηδεύματος.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτήδευμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτήδευμα το· ’πιτήδευμα.
-
- 1) Ικανότητα, επιτηδειότητα:
- (Διγ. O 2152), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1936).
- 2) Ειδικότητα:
- ο Πύλης ην … την τέχνην και το επιτήδευμα γραφεύς (Δούκ. 2358).
- 3) Πονηριά, «τέχνη», τέχνασμα:
- (Λίβ. Sc. 2348).
- 4)
- α) Συμπεριφορά:
- (Διγ. O 1240)·
- β) ασχολία:
- πρέπει τα παιδία να παιδεύονται εις τα καλά επιτηδεύματα (Σοφιαν., Παιδαγ. 112)·
- γ) (προκ. για γυναίκα) ακκισμός, «νάζι»:
- το σείσμα και το λύγισμα, το επιτήδευμά της (ενν. της κόρης) (Βέλθ. 645).
- α) Συμπεριφορά:
[αρχ. ουσ. επιτήδευμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ικανότητα, επιτηδειότητα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτηδευματίας ο [epitiδevmatías] Ο3 : (νομ.) ο ελεύθερος επαγγελματίας.
[λόγ. επιτηδευματ- (επιτήδευμα) -ίας]