Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτήδειος, επίθ.· ’πιτήδειος.
-
- Α´
- α) Ικανός, έμπειρος, επιδέξιος:
- νέος γαρ ην τῃ ηλικίᾳ, αλλ’ ην επιτήδειος εν πάσι (Έκθ. χρον. 6011)·
- σπαθίν … εις χέριν επιτήδειον (Φλώρ. 530)·
- (μεταφ.):
- ’πιτήδεια γλώσσα (Φαλιέρ., Ιστ. 663)·
- β) έξυπνος:
- (Αχιλλ. O 44).
- α) Ικανός, έμπειρος, επιδέξιος:
- Β´ (Προκ. για πράγμα)
- 1)
- α) Κατάλληλος:
- ύλας επιτηδείας προς πολιορκίαν πόλεως (Ψευδο-Σφρ. 38430)·
- ηύραμεν επιτήδειον εις το περάσαι τόπον (Λίβ. P 2082)·
- β) επιδέξια κατασκευασμένος, όμορφος:
- ’πιτήδειο δακτυλίδι (Βοσκοπ. 139)·
- γ) χρήσιμος· καλός:
- έργον ’πιτήδειον πολεμά (Φαλιέρ., Ιστ. 226).
- α) Κατάλληλος:
- 2) Χαρακτηριστικός:
- θόρυβον μέγαν … επιτήδειον (Ψευδο-Σφρ. 42229).
- 1)
- Το θηλ. ως ουσ. = επιδεξιότητα:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 617, 1859).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = τα αναγκαία (εδώ της κηδείας):
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435).
[αρχ. επίθ. επιτήδειος. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- Α´
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτήδειος -α -ο [epitíδios] Ε6 : 1α.(λόγ.) κατάλληλος για κτ. β. (για πρόσ.) που είναι ικανός για κτ., επιδέξιος σε κτ.: ~ άνθρωπος. Ήταν πιο ~ στο παιχνίδι από όλους τους συνομηλίκους του. 2. (ως ουσ.) ο επιτήδειος, θηλ. επιτήδεια, μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που ενεργεί και πετυχαίνει τους στόχους του στα πλαίσια της κοινωνίας με ανορθόδοξα μέσα: Έγιναν διευθυντές / πήραν προαγωγές οι επιτήδειοι όχι οι ικανοί και οι άξιοι.
επιτήδεια ΕΠIΡΡ με επιτηδειότητα. [λόγ. < αρχ. ἐπιτήδειος `κατάλληλος για κπ. σκοπό΄ & σημδ. γαλλ. habile]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτηδειοσύνη η· ’πιτηδειοσύνη.
-
- Επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, ικανότητα:
- εις ομορφιά και φρόνεψη κι εισέ ’πιτηδειοσύνη (Ερωτόκρ. Α´ 919· Κορων., Μπούας 35).
[<επίθ. επιτήδειος + κατάλ. ‑σύνη. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Η λ. στο Somav.]
- Επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, ικανότητα: