Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισωρεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισωρεύω [episorévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) α. συσσωρεύω πολλά αντικείμενα τοποθετώντας τα επάνω στα άλλα χωρίς τάξη: Σκουπίδια που επισωρεύονται απρογραμμάτιστα στις χωματερές. β. αυξάνω κτ. προσθέτοντας νέα στοιχεία σε αυτά που ήδη υπάρχουν: H κυβέρνηση επισώρευσε νέα δεινά στη χώρα.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισωρεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
επισωρεύω.
  • (Μέσ.) συγκεντρώνομαι:
    • όλοι επεσωρεύθησαν στην πόλιν την Αθήνα (Θησ. (Foll.) I 18).

[μτγν. επισωρεύω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες