Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισφραγίζω [episfrajízo] -ομαι Ρ2.1 : συμπληρώνω, ολοκληρώνω κτ., ιδίως μια ενέργεια, κατάσταση κτλ., με ορισμένη πράξη: Επισφράγισαν τη συμφωνία τους δίνοντας τα χέρια. Ο μακροχρόνιος δεσμός τους επισφραγίστηκε με το γάμο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπισφραγίζω]