Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισφράγιση η [episfrájisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισφραγίζω: H ~ μιας συμφωνίας / ενός δεσμού.
[λόγ. < μσν. επισφράγισις < επισφραγι- (επισφραγίζω) -σις > -ση]