Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισυνάπτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισυνάπτω [episinápto] -ομαι Ρ (βλ. συνάπτω) : (ιδ. για έγγραφο) το τοποθετώ και το υποβάλλω μαζί με ένα άλλο, με το οποίο αυτό έχει κάποια σχέση: Στην αίτηση για πρόσληψη να επισυνάψεις κι ένα βιογραφικό σημείωμα.

[λόγ. < αρχ. ἐπισυνάπτω]

[Λεξικό Κριαρά]
επισυνάπτω.
  • Συνάπτω, δίνω (μάχη):
    • (Διγ. Z 2979).

[αρχ. επισυνάπτω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες