Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστύλιο το [epistílio] Ο40 : (αρχαιολ.) το χαμηλότερο τμήμα του θριγκού, το οποίο αποτελείται από ένα χοντρό παραλληλεπίπεδο δοκάρι που στηρίζεται πάνω στους κίονες: Ξύλινο / μαρμάρινο ~. Δωρικό / ιωνικό ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιστύλιον, αρχ. σημ.: `ράφι΄]