Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστρώνω [epistróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια, συνήθ. μεγάλη και οριζόντια, με ορισμένο υλικό· κάνω επίστρωση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστόρνυμι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το στόρνυμι > στρώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιστρώνω.
-
- 1) Στρώνω κ.·
- (εδώ) παρασκευάζω, ετοιμάζω:
- (Ορνεσ. αγρ. 5258).
- (εδώ) παρασκευάζω, ετοιμάζω:
- 2) (Προκ. για άλογο) σαμαρώνω:
- (Διγ. Z 2566).
[<αόρ. επέστρωσα του αρχ. επιστορέννυμι. Βλ. και υποστρώνω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Στρώνω κ.·