Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιστρέφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιστρέφω [epistréfo] -ομαι Ρ αόρ. επέστρεψα, απαρέμφ. επιστρέψει, παθ. αόρ. επιστράφηκα, απαρέμφ. επιστραφεί : 1α.δίνω πίσω, ξαναδίνω κτ. συνήθ. σε αυτόν που του ανήκει: Πότε θα μου επιστρέψεις τα δανεικά; Yποχρεώθηκε να επιστρέψει τα κλοπιμαία. Aν δεν ευχαριστηθείς από τη δουλειά, όχι μόνο δε θα με πληρώσεις αλλά θα σου επιστρέψω και την προκαταβολή. Tου επιστρέφουν τα έξοδα, γιατί ταξιδεύει για λογαριασμό της εταιρείας, του τα πληρώνουν. β. στέλνω κτ. σε αυτόν που μου το είχε στείλει: Οι επιστολές που δέχεται η εφημερίδα δεν επιστρέφονται είτε έχουν δημοσιευτεί είτε όχι. γ. γυρίζω κτ. πίσω, στέλνω κτ. πίσω, γιατί το κρίνω ακατάλληλο, απαράδεκτο κτλ.: ~ τα εμπορεύματα / τα ψώνια. ~ τη βέρα, ως ένδειξη διάλυσης του αρραβώνα. || (μπε., συνήθ. ως ουσ.) τα επιστρεφόμενα, για ό,τι στέλνεται πίσω: Δεν πήρα ακόμη τα επιστρεφόμενα της εφορίας. 2α. έρχομαι πάλι στο μέρος, από το οποίο είχα φύγει: Ο ιατρός επέστρεψε από το εξωτερικό και δέχεται καθημερινώς. Ο εγκληματίας επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. || γυρίζω πίσω σε αυτόν από τον οποίο προέρχομαι: Tο γράμμα επέστρεψε, γιατί δεν είχε τη διεύθυνση του παραλήπτη. Tο μπούμεραγκ επιστρέφει κοντά σ΄ εκείνον που το ρίχνει. β. έρχομαι πάλι στην κατοχή κάποιου: Aυτό το χαρτονόμισμα, στο οποίο είχα γράψει το όνομά μου, επέστρεψε σ΄ εμένα ύστερα από τόσον καιρό. γ. συνεχίζω μια ορισμένη συνήθεια, μια κατάσταση κτλ. που την είχα διακόψει προσωρινά: Mην επιστρέφεις στις παλιές κακές συνήθειες. Nα επιστρέψουμε στις ανθρώπινες αξίες.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιστρέφω, αρχ. σημ.: `στρέφω προς, γυρίζω αντίθετα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
επιστρέφω· ’πιστρέφω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Επιστρέφω κ.:
          • παίρνει η κόρη το βεργίν, αλλ’ ουκ επέστρεψέν το (Λίβ. P 1276· Χρον. σουλτ. 6937
        • β) στέλνω πίσω κάπ.:
          • Γλυτώνει τα ζωντόβολα και οπίσω τα ’πιστρέφει (Χούμνου, Κοσμογ. 995).
      • 2) Απομακρύνω, αποτρέπω κάπ. (από κ. κακό):
        • ηθέλησεν ο Θεός … επιστρέψαι τους ανθρώπους από της πλάνης (Ιστ. πατρ. 8619· Ιστ. Βλαχ. 2742).
      • 3)
        • α) Μεταβάλλω:
          • την ψυχή σου και καρδιά εις κάλλος να ’πιστρέψεις (Θησ. ΙΒ´ [436]
        • β) κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη:
          • (Ιμπ. 184 κριτ. υπ).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Επιστρέφω:
        • (Χούμνου, Κοσμογ. 1826), (Αλεξ. 291).
      • 2)
        • α) Μετανοώ:
          • (Πένθ. θαν. 433
        • β) μετανοώ και απομακρύνομαι:
          • να επιστρέψει εκ του κακού και να μετανοήσει (Απολλών. 33· Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 17).
  • II. Μέσ.
    • Α´ Αμτβ.
      • 1) Επιστρέφω:
        • από το μεσημέρι έως το βασίλευμα του ηλίου επιστρέφονται τα νερά (Μηλ., Οδοιπ. 640).
      • 2) Καταφεύγω για να σωθώ:
        • (Χριστ. διδασκ. 454).
      • 3)
        • α) Μετανοώ (θρησκ.):
          • (Πένθ. θαν. 422
        • β) αλλάζω ως προς τις δοξασίες, μεταστρέφομαι:
          • εκείνοι οπού επιστρέφονται από όποιαν αίρεσιν ήταν, δεν θέλουν τους δεχθεί (Χριστ. διδασκ. 464).
      • 4) Μεταστρέφομαι:
        • ήτον δύσκολον η κακή τους γνώμη να επιστράφει εις καλοσύνη (Σουμμ., Ρεμπελ. 192).
      • 5) Στρέφω το ενδιαφέρον:
        • (Πόλ. Τρωάδ. 635).
    • Β´ (Μτβ.) επιδιώκω, επιζητώ κ.:
      • (Σπαν. V 187).

[αρχ. επιστρέφω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες