Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιστολογράφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιστολογράφος ο [epistoloγráfos] Ο18 θηλ. επιστολογράφος [epistoloγráfos] Ο35 : α.αυτός που έχει συντάξει κάποιο γράμμα, κάποια επιστο λή: Ένας τακτικός ~ εφημερίδων. Aπάντηση σε επιστολογράφο. Aνώνυμος ~. β. (σπάν.) αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη σύνταξη επιστολών.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιστολογράφος `γραμματέας΄ κατά τη σημ. της λ. επιστολογραφία· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
επιστολογράφος ο.
  • Γραμματέας:
    • (Hagia Sophia ω 5113).

[μτγν. ουσ. επιστολογράφος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες