Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστημονικοφανής -ής -ές [epistimonikofanís] Ε10 : που φαίνεται ότι είναι επιστημονικός ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι: ~ μέθοδος / συλλογισμός / συζήτηση. Επιστημονικοφανές ενδιαφέρον / συμπέρασμα.
[λόγ. επιστημονικ(ός) -ο- + -φανής]