Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστεγάζω [episteγázo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) συμπληρώνω και ιδίως ολοκληρώνω κτ. (ένα έργο, μια προσφορά) με μια σημαντική τελική πράξη.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστεγάζω `σκεπάζω με στέγη΄]