Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστασία η [epistasía] Ο25 : α.επίβλεψη της άσκησης μιας ομαδικής εργασίας, της εκτέλεσης ενός έργου: ~ έργων οδοποιίας. Έργο που έγινε με κρατική / με δημοτική ~. || (σπάν.) το σύνολο όσων ασκούν ορισμένη επιστασία. β. (ναυτ.) υπηρεσία σε πλοίο του πολεμικού ναυτικού για την εξυπηρέτηση ορισμένου τμήματος του σκάφους ή ορισμένης λειτουργίας: H ~ των μηχανών / του πυροβολικού ενός πολεμικού πλοίου. γ. Iερά Επιστασία του Aγίου Όρους, το σώμα που ασκεί την εκτελεστική εξουσία στην πολιτεία του Aγίου Όρους.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιστασία `εξουσία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιστασία η.
-
- Επίβλεψη:
- έχομεν ελπίδα να ζήσωμεν ευδαιμόνως … υπό την σην επιστασίαν (Επιστ. Αδελφ. 527).
[μτγν. ουσ. επιστασία. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Επίβλεψη: