Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστήμων ο [epistímon] θηλ. επιστήμων [epistímon] Ο γεν. επιστήμονος : (λόγ.) ο επιστήμονας.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστήμων (δες στο επιστήμονας)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιστήμων, επίθ.
-
- Που ξέρει κ. καλά, έμπειρος, πεπειραμένος, ειδικός:
- (Δούκ. 31324).
- Το αρσ. ως ουσ. = ο κάτοχος κάπ. επιστήμης:
- ειργάζοντο ταύτα … της χώρας οι επιστήμονες (Καναν. 465).
[αρχ. επίθ. επιστήμων. Τ. ‑ονας σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Που ξέρει κ. καλά, έμπειρος, πεπειραμένος, ειδικός: