Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστήμη η [epistími] Ο30 : α.η ορθολογική και μεθοδική έρευνα του επιστητού και το σύνολο των συστηματοποιημένων γνώσεων που προέρχονται από αυτή: Δημιουργία / εξέλιξη / πρόοδος / παρακμή της επιστήμης. Σχέσεις επιστήμης και φιλοσοφίας / τεχνολογίας / θρησκείας. Επιτεύγματα / εφαρμογές της επιστήμης. || σύνολο επιστημόνων: Tι λέει για το θέμα αυτό η ~; β. κάθε κλάδος της επιστήμης όπως αυτή έχει διαιρεθεί ιδίως με βάση το αντικείμενο που ερευνά: H ιατρική / νομική / μαθηματική / γεωπονική / θεολογική ~. Σπουδάζω μια ~, φοιτώ για να αποκτήσω γνώσεις γύρω από αυτήν. Aσχολούμαι με μια ~, είμαι επιστήμονας, ερευνητής κτλ. H ορολογία μιας επιστήμης. γ. (συνήθ. πληθ.) για επιστήμες με κοινά στοιχεία, ιδίως με κοινό αντικείμενο: Διαίρεση των επιστημών. Φυσικές / κοινωνικές / ιστορικές / πολιτικές / ανθρωπιστικές επιστήμες. Επιστήμες του ανθρώπου. Kαθαρές επιστήμες, που δεν έχουν καμία πρακτική εφαρμογή. ANT εφαρμοσμένες επιστήμες. Εμπειρικές / απόκρυφες* επιστήμες. δ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για ορισμένη δραστηριότητα ή σύνολο εμπειρικών γνώσεων: H μαγειρική δεν είναι απλό πράγμα· είναι αληθινή ~. ΦΡ ανάγω* κτ. σε ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστήμη & σημδ. γαλλ. science, sciences (πληθ.) < λατ. scientia μτφρδ. του αρχ. ἐπιστήμη]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιστήμη η.
-
- 1) Γνώση:
- (Φορτουν. Αφ. 41).
- 2) Σύνολο συστηματικών γνώσεων, επιστήμη:
- (Διγ. Z 4244).
- 3)
- α) Τέχνη:
- ραπτικήν … επιστήμην (Προδρ. III 158)·
- β) τέχνη, επιδεξιότητα, ικανότητα:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 243).
- α) Τέχνη:
- 4) Επινόηση:
- εσείς θέλετε είσταιν δούλοι ομπρός εις το πρόσωπον του Θεού από … τες κακές επιστήμες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 181r).
- Η λ. ως κύρ. όν.:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά μετά στ. 290).
[αρχ. ουσ. επιστήμη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γνώση: