Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστάμενος -η -ο [epistámenos] Ε5 θηλ. και επισταμένη : που γίνεται λεπτομερώς, σε βάθος και πολύ προσεκτικά: ~ έλεγχος. Aπατείται επισταμένη έρευνα / μελέτη της υποθέσεως.
επισταμένως ΕΠIΡΡ: Ο γιατρός εξέτασε ~ τον ασθενή. [λόγ. < αρχ. ἐπιστάμενος `που ξέρει, επιδέξιος΄· λόγ. < αρχ. ἐπισταμένως]