Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκοπώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισκοπώ [episkopó] -ούμαι Ρ10.9 : (σπάν.) κάνω επισκόπηση, εξετάζω, συνήθ. σύντομα, ένα σύνολο γεγονότων, πράξεων, πραγμάτων κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκοπῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
επισκοπώ.
  • (Αμτβ.) εκτελώ καθήκοντα επισκόπου:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1870).

[αρχ. επισκοπέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες