Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκοπού
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισκοπού [episkopú] επίρρ. τροπ. : (παρωχ.) σκόπιμα.

[λόγ. συμφυρ. των αρχ. φρ. ἀπό σκοποῦ `έξω απ΄ το στόχο΄ & ἐπί σκοπόν `προς το στόχο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες