Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκοπικός -ή -ό [episkopikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην επισκοπή· δεσποτικός: Επισκοπικό αξίωμα / δικαστήριο. Ο ~ θρόνος. 2. (ως ουσ.) το επισκοπικό: α. ο επισκοπικός θρόνος. β. η επίσημη κατοικία του επισκόπου. 3. αγγλικανικός: Επισκοπική εκκλησία.
[λόγ. < ελνστ. ἐπισκοπικός]