Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκοπή η [episkopí] Ο29 : (εκκλ.) 1. η περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός επισκόπου· επισκοπάτο. 2. η επίσημη κατοικία του επισκόπου· επισκοπείο, επισκοπικό2β. 3. το αξίωμα του επισκόπου· επισκοπεία.
[λόγ. < ελνστ. ἐπισκοπή (στις σημ. 1, 3)]
[Λεξικό Κριαρά]
- επισκοπή η· ’πισκοπή.
-
- 1) Το αξίωμα του επισκόπου:
- Εστάθησαν σε δέησιν … σημείον να φανερωθεί ποιος ’πισκοπή να πάρει (Βίος αγ. Νικ. 101).
- 2) Περιφέρεια που εκκλησιαστικά υπάγεται στη δικαιοδοσία του επισκόπου:
- (Ασσίζ. 24310).
- Ο τ. ως τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2341)·
- την Κερά την ’Πισκοπή (Διήγ. ωραιότ. 247).
[μτγν. ουσ. επισκοπή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το αξίωμα του επισκόπου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκόπηση η [episkópisi] Ο33 : εξέταση, συνήθ. σύντομη, ενός συνόλου γεγονότων, πράξεων, πραγμάτων κτλ.: Στο υπουργικό συμβούλιο έγινε ~ του κυβερνητικού έργου. Γενική ~ της πολιτικής κατάστασης. Tηλεοπτική εκπομπή στην οποία γίνεται ~ της επικαιρότητας / των κυριότερων ειδήσεων / του καθημερινού τύπου.
[λόγ. < αρχ. ἐπισκόπη(σις) -ση]