Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκοπάτο το [episkopáto] Ο39 : (εκκλ.) η περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός επισκόπου· επισκοπή1.
[λόγ. < μσν. επισκοπάτον < επίσκοπ(ος) -άτον, ουδ. του -άτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- επισκοπάτον το· ’πισκοπάτον.
-
- 1) Το αξίωμα του επισκόπου:
- αξίωμα ή τάξιν του επισκοπάτου οφφικίου (Διάτ. Κυπρ. 50814).
- 2) Η έδρα του επισκόπου, επισκοπή:
- Αγίαν Κατερίναν τε, οπού ’ταν ’πισκοπάτον (Θρ. Κύπρ. Μ 385).
[<λατ. episcopatus. Η λ. τον 11. αι. και στο LBG]
- 1) Το αξίωμα του επισκόπου: