Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκευάζω [episkevázo] -ομαι Ρ2.1 : (ιδ. για συσκευή) επαναφέρω κτ. στην κατάσταση που ήταν πριν υποστεί μία ή περισσότερες βλάβες, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να λειτουργήσει ή να χρησιμοποιηθεί κανονικά· (πρβ. επιδιορθώνω): Tο αυτοκίνητο έπαθε πολύ σοβαρές ζημιές· δεν επισκευάζεται πια.
[λόγ. < αρχ. ἐπισκευάζω]