Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκεπτήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισκεπτήριο το [episkeptírio] Ο40 : 1α.το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπεται η επίσκεψη σε χώρο, όπου αυτή γενικά απαγορεύεται: Tο ~ είναι από τις τρεις ως τις πέντε μ.μ. Tο ~ της φυλακής / του νοσοκομείου / του στρατοπέδου. Έναρξη / λήξη / παράταση του επισκεπτηρίου. Aπαγορεύονται οι επισκέψεις εκτός του επισκεπτηρίου. β. η δυνατότητα κάποιου να δέχεται επισκέψεις σε χώρο που γενικά απαγορεύεται: Tου κόψανε το ~, γιατί έδειρε ένα συγκρατούμενό του. 2α. μικρή κάρτα επάνω στην οποία είναι γραμμένα, κυρίως τυπωμένα, βασικά στοιχεία (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, επάγγελμα κτλ.) εκείνου, στον οποίο αυτή ανήκει: Δε σε βρήκα στο σπίτι σου κι άφησα το επισκεπτήριό μου. β. (προφ.) τα ίχνη που αφήνει κάποιος σε χώρο που πήγε κυρίως κρυφά: Ο κλέφτης έφυγε απαρατήρητος άφησε όμως το επισκεπτήριό του, κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.

[λόγ. επισκέπ(της) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες