Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επισκεπάζω.
-
- 1) Καλύπτω ελαφρά:
- μετά ουρανίας λευκοειδούς επισκεπάζοντες αυτόν (Ψευδο-Σφρ. 32824).
- 2) Θαμπώνω:
- παχύς ατμός, νεφώδης ουκ επεσκέπαζε … τους καθίρπτας (Καλλίμ. 308).
[μτγν. επισκεπάζω]
- 1) Καλύπτω ελαφρά: