Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκέπτομαι [episképtome] Ρ4β : κάνω επίσκεψη. α. πηγαίνω σε άλλον τόπο ιδίως με σκοπό τη γνώση ή την αναψυχή: ~ μια χώρα / μια πόλη / μια έκθεση / ένα βιβλιοπωλείο. Yπάρχουν Aθηναίοι που δεν έχουν επισκεφθεί την Aκρόπολη. β. (συνήθ. για κπ. ιεραρχικά ανώτερο) πηγαίνω στο χώρο λειτουργίας ορισμένης υπηρεσίας κτλ.: Ο υπουργός άμυνας θα επισκεφθεί στρατιωτικές μονάδες. γ. κάνω επίσκεψη σε κπ., πηγαίνω στο χώρο που αυτός βρίσκεται, ιδίως κατοικεί ή εργάζεται: Σε επισκέφτηκα χτες αλλά δε σε βρήκα. Εμπορικός αντιπρόσωπος που επισκέπτεται τους πελάτες του. Επισκέπτεται φυλακισμένους / γηροκομεία. Ο ξένος επίσημος επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. || (ειρ., για κπ. ή για κτ. ανεπιθύμητο): Mας επισκέφτηκε ένας κλέφτης / ο δοσατζής / η γρίπη.
[λόγ. < αρχ. ἐπισκέπτομαι `παρατηρώ, επιθεωρώ΄ κατά την αλλ. της σημ. του επισκέπτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- επισκέπτομαι· ενεργ. επισκέπτω.
-
- 1) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κάπ.:
- η δε επιστατούσα θεία … χάρις και τας εκκλησίας επισκεπτομένη (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1634)·
- (ενεργ.):
- οι τούτου γυναικάδελφοι επισκέπτοντες σφόδρα (Διγ. Gr. 1893).
- 2) Κάνω επίσκεψη, επισκέπτομαι κάπ.:
- (Σπαν. Va 525).
- 3) Επιθεωρώ:
- (Ιστ. πολιτ. 232).
[αρχ. επισκέπτομαι. Το ενεργ. μτγν. (Lampe). Η λ. και σήμ.]
- 1) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κάπ.: