Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκέπτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισκέπτης ο [episképtis] Ο10 θηλ. επισκέπτρια [episképtria] Ο27 : αυτός που επισκέπτεται κπ. ή κτ.: Yποδέχεται τους επισκέπτες στην είσοδο του σπιτιού του. Aπρόσκλητος / ανεπιθύμητος ~. Επίσημος / υψηλός ~. Οι επισκέπτες μιας έκθεσης / ενός μουσείου / ενός αρχαιολογικού χώρου. || (ως επίθ.): ~ καθηγητής, για καθηγητή ανώτατης σχολής που ύστερα από πρόσκληση διδάσκει επί ορισμένο χρονικό διάστημα σε άλλο πανεπιστήμιο. || Iατρικός ~, για πλασιέ φαρμακευτικών ειδών. || (θηλ.) νοσοκόμα που νοσηλεύει ασθενείς πηγαίνοντας στο σπίτι τους: Σχολή επισκεπτριών.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκέπτης `εξεταστής΄ σημδ. γαλλ. visiteur· λόγ. επισκέπ(της) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
επισκέπτης ο· επισκεπτής.
  • Επισκέπτης:
    • (Χίκα, Μονωδ. 56).

[μτγν. ουσ. επισκέπτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες