Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισημότητα η [episimótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα εκείνου που είναι επίσημος: H ~ μιας τελετής / μιας επίσκεψης. ~ στο ντύσιμο. Ο γάμος έγινε με πολλή / μεγάλη / ιδιαίτερη / κάθε ~. 2. (συνήθ. πληθ.) η επίσημη ενέργεια, συμπεριφορά κτλ.: Δεν του αρέσουν οι επισημότητες.
[λόγ. < ελνστ. ἐπισημότης, αιτ. -ητα `επιφανής θέση΄]