Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισήμανση η [episímansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισημαίνω. 1α. εύρεση της θέσης στην οποία περίπου βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Πληροφορίες που βοήθησαν στην ~ του δραπέτη. β. ακριβής προσδιορισμός της θέσης ενός πράγματος και τοποθέτηση πάνω σ΄ αυτό ορισμένου σημαδιού, ώστε να φαίνεται: ~ υφάλων και άλλων σημείων επικίνδυνων για τη ναυσιπλοΐα. ~ τοπογραφικών σημείων. || (στρατ.) ~ στόχου. 2. διαπίστωση ότι κτ. υπάρχει ή ισχύει καθώς και η έκφραση της διαπίστωσης αυτής: ~ των προβλημάτων / των δυσκολιών.
[λόγ. < αρχ. ἐπισήμαν(σις) -ση `σημάδεμα΄ κατά τη σημ. του επισημαίνω]