Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιρρηματικός -ή -ό [epirimatikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στο επίρρημα και ιδίως έχει τα χαρακτηριστικά του ή χρησιμοποιείται όπως αυτό: ~ προσδιορισμός. Επιρρηματική πρόταση / μετοχή. Επιρρηματική χρήση των ουσιαστικών. Επιρρηματική έκφραση, που δηλώνει ό,τι και ένα επίρρημα.
επιρρηματικά & (λόγ.) επιρρηματικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπιρρηματικός, ἐπιρρηματικῶς]