Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιρρίπτω [epirípto] -ομαι Ρ αόρ. επέρριψα, απαρέμφ. επιρρίψει, παθ. αόρ. επιρρίφθηκα, απαρέμφ. επιρριφθεί : αποδίδω κτ. κακό σε κπ., θεωρώ ή ισχυρίζομαι ότι αυτός ευθύνεται γι΄ αυτό: Επιρρίπτει στους συνεργάτες του την ευθύνη για τα δικά του λάθη / σφάλματα.
[λόγ. < αρχ. ἐπιρρίπτω]