Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιρρίπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιρρίπτω [epirípto] -ομαι Ρ αόρ. επέρριψα, απαρέμφ. επιρρίψει, παθ. αόρ. επιρρίφθηκα, απαρέμφ. επιρριφθεί : αποδίδω κτ. κακό σε κπ., θεωρώ ή ισχυρίζομαι ότι αυτός ευθύνεται γι΄ αυτό: Επιρρίπτει στους συνεργάτες του την ευθύνη για τα δικά του λάθη / σφάλματα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιρρίπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες