Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπολαιότητα η [epipoleótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα εκείνου που είναι επιπόλαιος: H ~ ενός ανθρώπου / μιας πράξης. 2. επιπόλαιη ενέργεια ή συμπεριφορά: Παραδέξου ότι έκανες μια ~. H υπόθεση είναι σοβαρή δε σηκώνει επιπολαιότητες.
[λόγ. επιπόλαι(ος) -ότης > -ότητα]